- ὀθνεία
- ὀθνεί̱ᾱ , ὀθνεῖοςstrangefem nom/voc/acc dualὀθνεί̱ᾱ , ὀθνεῖοςstrangefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀθνεῖα — ὀθνεῖος strange neut nom/voc/acc pl ὀθνεῖος strange neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀθνείᾳ — ὀθνεί̱ᾱͅ , ὀθνεῖος strange fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οθνείος — α, ο (ΑΜ ὀθνεῑος, α, ον, Α θηλ. και ος) ξένος, ξενικός, αλλογενής, αλλοδαπός, αλλοεθνής (α. «οθνεία έθιμα» έθιμα, ξενικά, κατ απομίμηση ξένων β. «ὀθνεῑος ἤ σοὶ συγγενὴς γεγῶσά τις», Ευρ.) αρχ. 1. υπερβολικός, παράδοξος, ασυνήθιστος, μη κανονικός… … Dictionary of Greek